
Ερευνητική ομάδα: Ευθύμιος Καλτσούνας, Αντωνία Καράογλου, Ναταλία Μηνιώτη, Ελένη Παπάζογλου (ακ. σύμβουλος).
Ιούνιος 2018 – Φεβρουάριος 2020
Το πρόγραμμα διερεύνησε τους όρους πρόσληψης της Αρχαιότητας στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (από τη Μεταπολίτευση, έως στην ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ, και από εκεί έως τον απόηχο του ‘Μακεδονικού’), με κύριο άξονα τη δημοσιογραφική και κριτική πρόσληψη των παραστάσεων αρχαίου δράματος, οι οποίες σε αυτήν την περίοδο πολλαπλασιάζονται και κατακτούν το μαζικό κοινό. Παραστάσεις και δημοσιεύματα διαμορφώνουν αποφασιστικά την εικόνα και τη γνώση της Αρχαιότητας που έχουν οι περισσότεροι θεατές – αυτό που μπορεί να οριστεί ως «κοινόχρηστη αρχαιογνωσία».
Το πρόγραμμα αποδελτίωσε τις θεατρικές κριτικές και τα λοιπά δημοσιεύματα σχετικά με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, που εμφανίστηκαν στο διάστημα αναφοράς. Τα ψηφιοποιημένα δημοσιεύματα έχουν οργανωθεί σε μια Βάση δεδομένων ελεύθερης πρόσβασης.
-
Στο διάστημα αναφοράς, η επίκληση της Αρχαιότητας ως συστατικού της εθνικής πολιτικής και πολιτισμικής ταυτότητας σημειώνει μια δυναμική καμπύλη (σχετική υποχώρηση στη Μεταπολίτευση, εκ νέου ενεργοποίηση και ανανοηματοδότηση μετά την ένταξη στην ΕΟΚ και, στη συνέχεια, την αναδιαμόρφωση του βαλκανικού χάρτη). Οι εντάσεις που παρατηρούνται καθρεφτίζονται άμεσα στην παραγωγή των παραστάσεων αρχαίου δράματος. Δίπλα και παράλληλα με τις νεοκλασικιστικές παραστάσεις, που εξακολουθούν να έλκουν μεγάλα ακροατήρια, αρχίζουν να εμφανίζονται άλλες που αξιοποιούν στοιχεία ελληνικής ‘ιθαγένειας’, στην αρχή πειραματικά, αλλά γρήγορα και σε παραγωγές που απευθύνονται στο μαζικό κοινό στο πλαίσιο των ‘θεσμικών’ Επιδαυρίων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι παραστάσεις αρχαίου δράματος γίνονται όχημα διάδοσης των εξεικονίσεων της Αρχαιότητας τις οποίες υπηρετούν.
-
Μια εικόνα για τα πορίσματα της έρευνας δίνουν τα abstracts των ανακοινώσεων της ερευνητικής ομάδας σε συνέδρια στην Πράγα και το Σακραμέντο.
Χρηματοδότηση
Το έργο υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους.